ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΠΩΓΩΝΙΟΥ.
- ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος μεγαλης τσαμπούνας εφόσον ο αρχικός ήχος παράγεται από μονό γλωσσίδι, όπου οι τρύπες του αυλού κλείνονται με κλειδιά και απ΄ευθείας, με τα δάχτυλα. Αρχικά έγιναν προσπάθειες να κατασκευαστούν ντόπιες καθώς τα ξενόφερτα κλαρίνα ήταν πολύ ακριβά για τους οργανοπαίχτες, τελικά όμως τα εισαγόμενα επεκράτησαν απόλυτα.
Είναι λιγότερο κουραστικό στο φύσημα, έχει δυνατότερο ήχο, είναι πιο ανθεκτικό, αλλά κυρίως έχει πολύ μεγαλύτερες μελωδικές δυνατότητες.
Βασική διαφορά του κλαρίνου από τα υπόλοιπα πνευστά όργανα είναι οτι δεν κατασκευάζεται απο τον οργανοπαίχτη αλλά αγοράζεται έτοιμο και δεν επιδέχεται καμία τροποποίηση. Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων του μουσικών ικανοτήτων και του τόσο ταιριαστού στην Ελληνική μουσική ήχου του, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκτασή το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η "άλωση" της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
-ΤΟ ΝΤΕΦΙ
Είναι το απλούστερο στην κατασκευή και το πιο εύκολο στο παίξιμο. Είναι ένας ρηχός κύλινδρος σκεπασμένος απο την μία πλευρά με ένα τεντωμένο δέρμα. Η διάμετρός του μπορεί να είναι από 20 έως 60 εκατοστά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε δέρμα: πρόβατο, κατσίκι ή σκυλί. Παίζεται κρατώντας με το αριστερό χερι και χτυπώντας με την δεξιά παλάμη,τα δάχτυλα. Συνοδεύει τα όργανα και είναι αυτό που δίνει τον ρυθμό στον χορό.
-ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Eίναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές διαφορετικού πάχους (σολ, ρε, λα, μι), που κουρδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το Βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές χωρίς να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Tο μπράτσο του βιολιού κατασκευάζεται από σφεντάμι και καταλήγει στον κοχλία, στον οποίο ανοίγονται τρύπες για να τοποθετηθούν τα κλειδιά. Επάνω στο μπράτσο κολλιέται η γλώσσα από έβενο ή ροδόξυλο. Από το ίδιο υλικό είναι και ο χορδοστάτης, στον οποίο στηρίζονται οι χορδές.
Ανάμεσα στη γλώσσα και το χορδοστάτη βρίσκεται ο καβαλάρης, ο οποίος στηρίζεται σε δύο ποδαράκια και έχει προορισμό να μεταφέρει τις ταλαντώσεις των χορδών στο καπάκι, το οποίο με τη σειρά του τις μεταφέρει στην κοιλότητα του σκάφους. Πάνω στο καπάκι, στην άκρη του χορδοστάτη υπάρχει μία υποδοχή που εξυπηρετεί το κράτημα του βιολιού με το σαγόνι.
-TO ΛΑΟΥΤΟ ή ΛΑΓΟΥΤΟ
Είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί ή άλλα όργανα.Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΕΣ....
Στο Πωγώνι συναντάμε συχνά την πολυφωνική μουσική. Το είδος αυτό απαντάται στα βόρεια του νομού της Ηπείρου καθώς και στην σημερινή Αλβανία. Αποτελεί δε μουσικό φαινόμενο μοναδικό στην καθολική ελληνική παράδοση, της αρχαιότητας συμπεριλαμβανομένης. Αλλά και σε σχέση με την δυτική πολυφωνία, διακρίνεται από μιαδομή πρωτότυπη και αυθεντική. Αυτή εφαρμόζεται σε έναν τύπο τραγουδιού ( η συνοδεία οργάνων δεν αποκλείει, αλλά σπανίζει) που χαρακτηρίζεται από τον σαφή διαχωρισμό τριών ανεξαρτήτων μελωδικών γραμμών που αντιστοιχούν σε ανάλογους τραγουδιστικούς ρόλους:
Ο παρτής είναι αυτός που αρχίζει (παίρνει) το τραγούδι και που εκτελεί την κύρια μελωδική γραμμή (α). Είναι ο μόνος δε που τραγουδά ευκρινώς τους στίχους, ενώ οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν μερικές μόνο συλλαβές του κειμένου.
Την δεύτερη μελωδία (β) μπορεί να εκτελεστούν.
1) Ο γυριστής, που γυρίζει ή τσακίζει την μελωδική του γραμμή ώστε να καταλήξει σε διάστημα δευτέρας καθαρής κάτω από την τονική, διάστημα διάφωνο σε σχέση τόσο με την πρώτη γραμμή (α), όσο και με την τρίτη (γ).
2) Ο κλώστης, που κλώθει την μελωδική του γραμμή πάνω στο διάστημα της τονικής και της προς τα πάνω έβδομης βαθμίδας, που είναι και η κατάληξη της μελωδικής του γραμμής ,δημιουργώντας και αυτός διαφωνία. Σημειωτές είναι εδώ η χρήση από τον εκτελεστή κεφαλικής φωνής (falcetto).
Η τρίτη μελωδική γραμμή (γ) είναι αυτή του ισοκράτη (pedal), που αποδίδεται από δύο ως τέσσερα άτομα (ενίοτε και περισσότερα), που κρατούν την τονική πάντα στο ρυθμό του κορυφαίου (παρτή).
Στον εικοστό αιώνα φαίνεται να εμφανίζεται και μια τέταρτη φωνή, τραγουδισμένη από έναν ισοκράτη που αποκαλείται ρίχτης. Αυτός σταματά την μονωδία του παρτή ρίχνοντας την μελωδία με διάστημα τέταρτης κάτω από την τονική. Έτσι δίνεται στον παρτή ο χρόνος να ξεκουραστεί και να προετοιμάσει την συνέχεια του τραγουδιού. Χαρακτηριστικό πάντως όλων των φωνών είναι η απότομη και τονισμένη διακοπή της μελωδικής τους γραμμής.
Η τραγουδιστική αυτή δομή είναι αυστηρή και άκαμπτη, και παρά την μαρτυρημένη αρχαιότητά της δεν έδωσε γένεση σε άλλες μορφές πολυφωνίας ή σε παραλλαγές της.
Τέλος κατά την διάρκεια του περασμένου αιώνα παράλληλα με τη δημοτική μουσική βλέπουμε να αναπτύσσεται στα Γιάννενα ένας τύπος αστικής μουσικής, ταστιχοπλάκια, που φαίνεται να ήρθαν από την Πόλη. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ενότητες διστίχων με πρώτο θέμα τον έρωτα και περιεχόμενο λυρικό και γεμάτο συναίσθημα. Αποδίδονται στη βάση γνωστών μελωδιών, ή αυτοσχεδιασμών της στιγμής, στην αρχή μόνο φωνητικά και κατόπιν με συνοδεία οργάνων, αλλά πάντα με το γνωστό ηπειρώτικο ύφος. Οι συνθέτες – εκτελεστές ήταν κυρίως ταμπάκοι, γύφτοι, μπαντίδοι και καραμπέρηδες. Ένας κορυφαίος (στιχοπλόκος) τραγουδούσε το δίστιχο (συνήθως δεκαπεντασύλλαβο), του οποίου έπονταν η απάντηση του χορού, ενώ ο στιχοπλόκος σκάρωνε την συνέχεια ακολουθώντας τον ομοιοκαταληκτικό κανόνα. Η άσκηση αυτή ευστροφίας και ετοιμότητας βρήκε τέτοια απήχηση, ώστε φαίνεται ότι τον 19ο αιώνα όχι μόνο σημαδεύει τις γιορτές (Αποκριές, πανηγύρια κτλ.), αλλά οδηγεί τη σύσταση πραγματικών “αγώνων στιχουργίας”.
Μέσα απ' αυτή την σύντομη και περιορισμένη παρουσίασή μας, το μουσικό ηπειρώτικο τοπίο διαγράφεται όχι μόνο ευρύ, πολυποίκιλλο, αυθεντικό και πρωτότυπο, αλλά –κι αυτό είναι σημαντικότατο – ακόμα στις μέρες μας ζωντανό και ακμαίο. Τα τελευταία τριάντα χρόνια βέβαια καταγράφουμε την επιδρομή κάθε είδους νεωτερισμών. Ο καθαρός ακουστικός ήχος του βιολιού και του λαγούτου περνά συχνότητα από την ηλεκτρική παραμόρφωση άσχημα χρησιμοποιούμενων μαγνητών, ενισχυτών και ηχείων. Ειδικότερα το λαγούτο αντικαθίσταται κατά κανόνα απόηλεκτρική κιθάρα, λόγω της δυνατότητας ενίσχυσης του ήχου της που την κάνει εύχρηστη . η πρακτική αυτή έχει αλλοιώσει τον τρόπο συνοδείας παρασύροντας και τα υπόλοιπα όργανα. Η κακώς εννοούμενη επίδειξη δεξιοτεχνίας είναι άλλωστε εξίσου υπεύθυνη για μια μουσική που παραδίδεται συχνά σε μια ανούσια άσκηση εντυπωσιασμού. Παρ' όλα αυτά στα σημερινά Γιάννινα συναντάμε ακόμη αυθεντικά μέλη της ηπειρώτικης σκλήθρας μουσικών που για αιώνες δίνει το πολιτιστικό στίγμα της περιοχής, και που επιμένει να κρατά την παράδοση σε χρόνο ενεστώτα.
Ο παρτής είναι αυτός που αρχίζει (παίρνει) το τραγούδι και που εκτελεί την κύρια μελωδική γραμμή (α). Είναι ο μόνος δε που τραγουδά ευκρινώς τους στίχους, ενώ οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν μερικές μόνο συλλαβές του κειμένου.
Την δεύτερη μελωδία (β) μπορεί να εκτελεστούν.
1) Ο γυριστής, που γυρίζει ή τσακίζει την μελωδική του γραμμή ώστε να καταλήξει σε διάστημα δευτέρας καθαρής κάτω από την τονική, διάστημα διάφωνο σε σχέση τόσο με την πρώτη γραμμή (α), όσο και με την τρίτη (γ).
2) Ο κλώστης, που κλώθει την μελωδική του γραμμή πάνω στο διάστημα της τονικής και της προς τα πάνω έβδομης βαθμίδας, που είναι και η κατάληξη της μελωδικής του γραμμής ,δημιουργώντας και αυτός διαφωνία. Σημειωτές είναι εδώ η χρήση από τον εκτελεστή κεφαλικής φωνής (falcetto).
Η τρίτη μελωδική γραμμή (γ) είναι αυτή του ισοκράτη (pedal), που αποδίδεται από δύο ως τέσσερα άτομα (ενίοτε και περισσότερα), που κρατούν την τονική πάντα στο ρυθμό του κορυφαίου (παρτή).
Στον εικοστό αιώνα φαίνεται να εμφανίζεται και μια τέταρτη φωνή, τραγουδισμένη από έναν ισοκράτη που αποκαλείται ρίχτης. Αυτός σταματά την μονωδία του παρτή ρίχνοντας την μελωδία με διάστημα τέταρτης κάτω από την τονική. Έτσι δίνεται στον παρτή ο χρόνος να ξεκουραστεί και να προετοιμάσει την συνέχεια του τραγουδιού. Χαρακτηριστικό πάντως όλων των φωνών είναι η απότομη και τονισμένη διακοπή της μελωδικής τους γραμμής.
Η τραγουδιστική αυτή δομή είναι αυστηρή και άκαμπτη, και παρά την μαρτυρημένη αρχαιότητά της δεν έδωσε γένεση σε άλλες μορφές πολυφωνίας ή σε παραλλαγές της.
Τέλος κατά την διάρκεια του περασμένου αιώνα παράλληλα με τη δημοτική μουσική βλέπουμε να αναπτύσσεται στα Γιάννενα ένας τύπος αστικής μουσικής, ταστιχοπλάκια, που φαίνεται να ήρθαν από την Πόλη. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ενότητες διστίχων με πρώτο θέμα τον έρωτα και περιεχόμενο λυρικό και γεμάτο συναίσθημα. Αποδίδονται στη βάση γνωστών μελωδιών, ή αυτοσχεδιασμών της στιγμής, στην αρχή μόνο φωνητικά και κατόπιν με συνοδεία οργάνων, αλλά πάντα με το γνωστό ηπειρώτικο ύφος. Οι συνθέτες – εκτελεστές ήταν κυρίως ταμπάκοι, γύφτοι, μπαντίδοι και καραμπέρηδες. Ένας κορυφαίος (στιχοπλόκος) τραγουδούσε το δίστιχο (συνήθως δεκαπεντασύλλαβο), του οποίου έπονταν η απάντηση του χορού, ενώ ο στιχοπλόκος σκάρωνε την συνέχεια ακολουθώντας τον ομοιοκαταληκτικό κανόνα. Η άσκηση αυτή ευστροφίας και ετοιμότητας βρήκε τέτοια απήχηση, ώστε φαίνεται ότι τον 19ο αιώνα όχι μόνο σημαδεύει τις γιορτές (Αποκριές, πανηγύρια κτλ.), αλλά οδηγεί τη σύσταση πραγματικών “αγώνων στιχουργίας”.
Μέσα απ' αυτή την σύντομη και περιορισμένη παρουσίασή μας, το μουσικό ηπειρώτικο τοπίο διαγράφεται όχι μόνο ευρύ, πολυποίκιλλο, αυθεντικό και πρωτότυπο, αλλά –κι αυτό είναι σημαντικότατο – ακόμα στις μέρες μας ζωντανό και ακμαίο. Τα τελευταία τριάντα χρόνια βέβαια καταγράφουμε την επιδρομή κάθε είδους νεωτερισμών. Ο καθαρός ακουστικός ήχος του βιολιού και του λαγούτου περνά συχνότητα από την ηλεκτρική παραμόρφωση άσχημα χρησιμοποιούμενων μαγνητών, ενισχυτών και ηχείων. Ειδικότερα το λαγούτο αντικαθίσταται κατά κανόνα απόηλεκτρική κιθάρα, λόγω της δυνατότητας ενίσχυσης του ήχου της που την κάνει εύχρηστη . η πρακτική αυτή έχει αλλοιώσει τον τρόπο συνοδείας παρασύροντας και τα υπόλοιπα όργανα. Η κακώς εννοούμενη επίδειξη δεξιοτεχνίας είναι άλλωστε εξίσου υπεύθυνη για μια μουσική που παραδίδεται συχνά σε μια ανούσια άσκηση εντυπωσιασμού. Παρ' όλα αυτά στα σημερινά Γιάννινα συναντάμε ακόμη αυθεντικά μέλη της ηπειρώτικης σκλήθρας μουσικών που για αιώνες δίνει το πολιτιστικό στίγμα της περιοχής, και που επιμένει να κρατά την παράδοση σε χρόνο ενεστώτα.