Κλαρίνο
Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα απ' την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την `Ηπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τα κάτω. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα. Στη σημερινή του μορφή είναι εξέλιξη ενός παλαιότερου λαϊκού οργάνου που λεγόταν chalumeau ή zambogne. Ο ήχος παράγεται από μια απλή καλαμένια γλωττίδα (καλάμι) που βρίσκεται στο στόμιο του οργάνου. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά —που σιγά-σιγά τον παραμερίζει— το κλαρίνο παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.
Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος πού χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.
Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα απ' την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την `Ηπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τα κάτω. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα. Στη σημερινή του μορφή είναι εξέλιξη ενός παλαιότερου λαϊκού οργάνου που λεγόταν chalumeau ή zambogne. Ο ήχος παράγεται από μια απλή καλαμένια γλωττίδα (καλάμι) που βρίσκεται στο στόμιο του οργάνου. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά —που σιγά-σιγά τον παραμερίζει— το κλαρίνο παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.
Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος πού χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.
Ντέφι
Το Ηπειρώτικο/Γιαννιώτικο ντέφι ή νταϊρές είναι μεσαίου μεγέθους ντέφι και συναντάται στην περιοχή της Ηπείρου. Ο ήχος του διακρίνεται για την ιδιαιτερότητά του και το ηχόχρωμά του είναι αναπόσπαστο στοιχείο της Ηπειρώτικης κομπανίας. Για τη κατασκευή του χρησιμοποιούμε άριστης ποιότητας υλικά που αναδεικνύουν τη φωνή του οργάνου και το κάνουν να ξεχωρίζει. Επίσης μετά από απαίτηση πολλών φίλων μουσικών αναπτύξαμε τεχνικές κουρδίσματος που να σέβονται την παράδοση και ταυτόχρονα καταφέραμε σημαντική ελάττωση του βάρους του οργάνου με τη χρήση ελαφρών σύνθετων υλικών ή/και με την εισαγωγή προηγμένων μεθόδων εσωτερικού κουρδίσματος.
Σήμερα το ηπειρώτικο ντέφι Siasos drums είναι το ελαφρύτερο που μπορεί να κατασκευαστεί έχοντας δυνατότητα κουρδίσματος! Παράλληλα, η φωνή του είναι αυτή που προστάζει η Ηπειρώτικη παράδοση όπως την έχουμε γνωρίσει μέσα από επιτόπιες καταγραφές μας αλλά και το πλούσιο διαθέσιμο οπτικοακουστικό υλικό.
Φλογέρα
Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου. Είναι κυλινδρικού σχήματος, ανοικτό και στα δύο άκρα, συνήθως με έξι τρύπες κατά μήκος. Κατασκευάζεται από ποικίλα υλικά (καλάμι, ξύλο, μπρούντζο, σίδερο, κόκαλο, πλαστικό) και σε διάφορα μεγέθη (15-85εκ.). Η φλογέρα έως 50εκ. έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία με την άλλη, ή 6 τρύπες μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα. Η μακριά φλογέρα που είναι από 60 έως 85εκ., λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω. Εκτός απ’ αυτές που είναι για τα δάχτυλα, η τζαμάρα έχει και άλλες τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου που χρησιμεύουν για καλύτερη ακουστική. Ανάλογα με το μήκος της φλογέρας, η τονική κλίμακα διαφέρει.Για τη φλογέρα συγκεντρώνουμε ιστορικά στοιχεία από βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες που μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο από τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής εποχής έως σήμερα. Επίσης σε χειρόγραφα κείμενα αλλά και σε μικροτεχνήματα εμφανίζονται διαφόρων ειδών φλογέρες και σε διάφορα μεγέθη.
Το Ηπειρώτικο/Γιαννιώτικο ντέφι ή νταϊρές είναι μεσαίου μεγέθους ντέφι και συναντάται στην περιοχή της Ηπείρου. Ο ήχος του διακρίνεται για την ιδιαιτερότητά του και το ηχόχρωμά του είναι αναπόσπαστο στοιχείο της Ηπειρώτικης κομπανίας. Για τη κατασκευή του χρησιμοποιούμε άριστης ποιότητας υλικά που αναδεικνύουν τη φωνή του οργάνου και το κάνουν να ξεχωρίζει. Επίσης μετά από απαίτηση πολλών φίλων μουσικών αναπτύξαμε τεχνικές κουρδίσματος που να σέβονται την παράδοση και ταυτόχρονα καταφέραμε σημαντική ελάττωση του βάρους του οργάνου με τη χρήση ελαφρών σύνθετων υλικών ή/και με την εισαγωγή προηγμένων μεθόδων εσωτερικού κουρδίσματος.
Σήμερα το ηπειρώτικο ντέφι Siasos drums είναι το ελαφρύτερο που μπορεί να κατασκευαστεί έχοντας δυνατότητα κουρδίσματος! Παράλληλα, η φωνή του είναι αυτή που προστάζει η Ηπειρώτικη παράδοση όπως την έχουμε γνωρίσει μέσα από επιτόπιες καταγραφές μας αλλά και το πλούσιο διαθέσιμο οπτικοακουστικό υλικό.
Φλογέρα
Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου. Είναι κυλινδρικού σχήματος, ανοικτό και στα δύο άκρα, συνήθως με έξι τρύπες κατά μήκος. Κατασκευάζεται από ποικίλα υλικά (καλάμι, ξύλο, μπρούντζο, σίδερο, κόκαλο, πλαστικό) και σε διάφορα μεγέθη (15-85εκ.). Η φλογέρα έως 50εκ. έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία με την άλλη, ή 6 τρύπες μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα. Η μακριά φλογέρα που είναι από 60 έως 85εκ., λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω. Εκτός απ’ αυτές που είναι για τα δάχτυλα, η τζαμάρα έχει και άλλες τρύπες στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου που χρησιμεύουν για καλύτερη ακουστική. Ανάλογα με το μήκος της φλογέρας, η τονική κλίμακα διαφέρει.Για τη φλογέρα συγκεντρώνουμε ιστορικά στοιχεία από βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες που μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο από τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής εποχής έως σήμερα. Επίσης σε χειρόγραφα κείμενα αλλά και σε μικροτεχνήματα εμφανίζονται διαφόρων ειδών φλογέρες και σε διάφορα μεγέθη.
Βιολί
Το Βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Το συνολικό μήκος του οργάνου είναι περίπου 60 εκ., ενώ το μήκος του ηχείου μόνο 35 εκ. Το ηχείο μοιάζει σχηματικά με τον αριθμό 8 και απαρτίζεται από δύο κυρτά και ένα κοίλο μέρος.
Το δοξάρι του βιολιού είναι ένα τόξο, με το οποίο τεντώνονται 150-250 τρίχες αλόγου. Οι τρίχες αλείφονται με κολοφώνιο για να «πιάνουν» καλύτερα στις χορδές.
Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί, μεταξύ των οποίων οι δάσκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φρήντριχ Χέντελ. Στη συμφωνική ορχήστρα είναι το αρχαιότερο και κύριο μελωδικό όργανο και διαφοροποιείται σε δυο ομάδες, τα πρώτα και τα δεύτερα, όχι λόγω κάποιας κατασκευαστικής διαφοράς αλλά εξαιτίας της διαφορετικής μουσικής γραφής.
Το Βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Το συνολικό μήκος του οργάνου είναι περίπου 60 εκ., ενώ το μήκος του ηχείου μόνο 35 εκ. Το ηχείο μοιάζει σχηματικά με τον αριθμό 8 και απαρτίζεται από δύο κυρτά και ένα κοίλο μέρος.
Το δοξάρι του βιολιού είναι ένα τόξο, με το οποίο τεντώνονται 150-250 τρίχες αλόγου. Οι τρίχες αλείφονται με κολοφώνιο για να «πιάνουν» καλύτερα στις χορδές.
Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί, μεταξύ των οποίων οι δάσκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φρήντριχ Χέντελ. Στη συμφωνική ορχήστρα είναι το αρχαιότερο και κύριο μελωδικό όργανο και διαφοροποιείται σε δυο ομάδες, τα πρώτα και τα δεύτερα, όχι λόγω κάποιας κατασκευαστικής διαφοράς αλλά εξαιτίας της διαφορετικής μουσικής γραφής.