Τα Παραδοσιακά Μουσικά Όργανα Των Τζουμερκών
Βιολί
Το πιο μικρό σε μέγεθος όργανο της οικογένειας των εγχόρδων κατάγεται από την Ινδία (είχε το όνομα Ρεμπέκ). Από την Ινδία πέρασε στην Περσία, Αραβία, Ισπανία. Στην Ιταλία του 17ου αιώνα αποτελεί το βασικό όργανο της ορχήστρας δωματίου. Το σημερινό του σχήμα το παίρνει στην Κρεμόνα της Ιταλίας του 18ου αιώνα. Εκεί εμφανίζονται περίφημοι κατασκευαστές βιολιών όπως ο Αμάτι, Γκουαρνέρι και ο Στραντιβάρι. Το βιολί κατασκευάζεται από τουλάχιστον 70 διαφορετικά κομμάτια αποξηραμένων ξύλων που κολλούνται και βάφονται με ειδικά υλικά ώστε να έχει αυτόν τον τόσο υπέροχο ήχο.
Το βιολί περνάει γρήγορα στην λαϊκή μουσική και αποτελεί βασικό και ιδιαίτερα αγαπητό όργανο της παραδοσιακής Ζυγιάς (βιολί λαγούτο σαντούρι). Είναι απαραίτητο στην λαϊκή ορχήστρα ως σήμερα. Τα βιολιά των λαϊκών βιολιστών της Αιτωλ/νιας ή παραγγέλνονταν στην Ιταλία ή κατασκευάζονταν στην Αθήνα από Έλληνες οργανοποιούς (Πανήγυρης, Ζαφειρόπουλος κ.α.) Με τη λέξη «βιολιά» εννοούν όχι μόνο το όργανο βιολί, αλλά ολόκληρη την Ζυγιά. Τα όργανα (Ζυγιά) τα ονομάζουν και παιχνίδια.
«Τότε τας τρεις ημέρας του Πάσχα έδιναν άδεια οι Ρωμαίοι να φορούν ό,τι θέλουν και να χορεύουν εις το φανάρι και εις τους πλησίον εκεί τόπους παρρησία εις τα σοκάκια, μέσα εις τους στρατούς και να φωνάζουν και να τραγουδούν με βιολιά και με άλλα μουσικά όργανα».
(18ος αιώνας μ.Χ.) Θ.Ν. Φιλαδελφεύς.
«Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας, από του 1400 μέχρι του 1800» Αθήναι 1902.
Λαούτο (Λαγούτο)
Στην οικογένεια του Λαούτου ανήκουν ο ταμπουράς, το ούτι, το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, η κιθάρα κ.α. Από την Αραβία πέρασε στην Ισπανία 8ο αιώνα. Έως τον 13ο αιώνα δέχεται πολλές αλλαγές, αποκτά ως και έξι ζευγάρια χορδών και συνοδεύει τους τροβαδούρους στις περιπλανήσεις τους. Σήμερα οι χορδές του είναι πλαστικές ή μεταλλικές. Τα μακριά λα(γ)ούτα, με μικρό ηχείο και μακρύ χέρι είναι τα αρχαιότερα της οικογένειας του λαγούτου (3η χιλιετία π.Χ. Μεσοποταμία).
Σ΄ αυτόν τον τύπο ανήκει και το αρχαιοελληνικό τρίχορδο, πανδουρίς (πανδούρα). Στον τύπο του κοντού λαούτου ανήκει το Αραβικό λαούτο, ούτι, που το συναντάμε και στην Ελλάδα. Το σημερινό ελληνικό λαούτο, με το μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο και το μακρύ χέρι διαμορφώνεται στον ελλαδικό χώρο περίπου το 17ο αιώνα μ.Χ. Αυτό το λαγούτο σε πολλά μέρη το αποκαλούν και ταμπουρά. Το λαούτο ή λαγούτο είναι όργανο παραδοσιακής μουσικής κυρίως συνοδευτικό. Η πένα του λαούτου γίνεται από φτερό όρνιου. (Αυτή θεωρείται καλύτερη.)
Το λαούτο στην Δημοτική Ποίηση και στον Έντεχνο Λόγο
Φέρτε μου το λαγούτο μου με τσ’ ασημένιες κόρδες,
Να τραγουδήσω χλιβερά, να κλαίγω πικραμένα.
(Ακριτικό Τραγούδι)
Ήπαιρνε το λαγούτο του και σιγανά επορπάτει
και εχτύπαν το γλυκιά αναδια στο παλάτι.
…Οι κόρδες του λαγούτου ντου παλλιά ‘ν και κιλαηδούσι.
(Ερωτόκριτος Β. Κορνάρος)
και έκατζεν και εφθείασεν ωραίον ερηνόν λαβουτον
(Έπος Διγενή χειρ. Εσκοριάλ)
Σαντούρι
Είναι τραπεζοειδές έγχορδο με μεταλλικές χορδές. Παίζεται με δύο ραβδάκια τυλιγμένα στις άκρες με κλωστή ή βαμβάκι, που ονομάζονται μπουκέτες. Τοποθετείται πάνω στα πόδια του εκτελεστή ή πάνω στο τραπέζι ή και κρεμασμένο από το λαιμό του.
Η πλατιά διάδοσή του οφείλεται στους Έλληνες της Μικράς Ασίας που έρχονται μετά την καταστροφή του `22. Το σαντούρι ωστόσο παιζόταν και πρίν το `22 στην Ηπειρωτική και Νησιωτική Ελλάδα. Χάρη στις τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες γίνεται απαραίτητο όργανο στις κομπανίες (βιολί λαγούτο σαντούρι).
Το Σαντούρι είναι μία παραλλαγή του ψαλτηρίου (το κανονάκι των Μεσαιωνικών χρόνων). Ήδη από τον Αριστοτέλη Θεόφραστο Αθηναίο, έχουμε αναφορές για μουσικά όργανα τύπου ψαλτηρίου με τα ονόματα: τρίγωνον ψαλτήριον, επιγόνειον, μάγαδις κ.α.
Μεγάλος δεξιοτέχνης του Σαντουριού ήταν και ο συντοπίτης μας (Αγρινιώτης) Αριστείδης Μόσχος.
Αυτός και ο αδελφός του Κώστας, έπαιξαν συχνά στα πανηγύρια στις δεκαετίες `50 & `60.
Το Νταούλι (νταβούλι)
Είναι ένα μικρό τύμπανο, το μήκος του κυμαίνεται στα 20 εκ. και η διάμετρος του κυλίνδρου του γύρω στα 25 εκ. Παλιότερα ο κύλινδρος κατασκευαζόταν από ξύλο (πλατάνου) ενώ σήμερα από πλαστικούς σωλήνες.
Οι 2 άκρες του κυλίνδρου ντύνονται με γιδία, από δέρμα δηλαδή στερεό και χονδρό για να αντέχει στα χτυπήματα. Οι 2 όψεις του κυλίνδρου δεν είναι ίδιες. Η μία, η πρόσοψη καλύπτεται με πιο χονδρό δέρμα (εδώ χτυπάει ο νταουλιέρης με το νταουλόξυλο για να δώσει δυνατό ήχο) η άλλη καλύπτεται με πιο λεπτό δέρμα, είναι η ανάποδη. Την ανάποδη χτυπά ο νταουλιέρης με την νταουλόβεργα για να δώσει λεπτούς ήχους.
Νταουλόξυλο: Χονδρό ξύλο μήκους 35 εκ. και πάχους 15 χιλ. Στην άκρη που χτυπά το Νταούλι έχει ένα μικρό στρογγυλό εξόγκωμα.
Νταουλόβεργα: Ψιλή, στρογγυλή βέργα από ξύλο αγριελιάς μήκους 30 εκ. και πάχους 3 χιλ.
Κλαρίνο
Το Κλαρίνο είναι από τα πιο δημοφιλή πνευστά όργανα. Όσο βασικό θεωρείται το βιολί στην οικογένεια των εγχόρδων, άλλο τόσο βασικό είναι και το κλαρίνο στην οικογένεια των πνευστών, χάρη στο μελωδικό του ήχο. Η προέλευσή του χάνεται στο παρελθόν καθώς αγγίζει τις πρώτες μορφές ενός κυλινδρικού σωλήνα με καλάμι στο επάνω μέρος του που εμφανίζεται περίπου το 5 χιλ. π.Χ. Πιθανώς πρόγονός του και ο ελληνικός αυλός. Το πρώτο κλαρινέτο κατασκευάστηκε στη Νυρεμβέργη (1700) από ένα λαϊκό όργανο. Το κλαρίνο αποτελείται από ένα σωλήνα που στο ένα άκρο του έχει άνοιγμα σαν χωνί ενώ στο άλλο που είναι πιο στενό τοποθετείται το επιστόμιο. Ενδιάμεσα υπάρχουν πολλά «κλειδιά» χάρη στα οποία ο εκτελεστής μπορεί να παίζει πολύ γρήγορα περάσματα. Το κλαρίνο έρχεται στην Ελλάδα γύρω στα 1830 (Β. Ελλάδα) ενώ γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα αρχίζει να εντάσσεται στην τοπική παραδοσιακή Ζυγιά. Διαδόθηκε στην Βαλκανική και την Μ. Ασία από τις μουσικές μπάντες του Οθωμανικού στρατού και τους τσιγγάνους που το παρέλαβαν από την Κ. Ευρώπη.
Το κλαρίνο ως λαϊκό όργανο είναι μια παραλλαγή του κλαρινέτου της ορχήστρας και με την πάροδο του χρόνου εκτόπισε τα λαϊκά όργανα μελωδίας όπως ο Ζουρνάς. Οι εμπειρικοί οργανοπαίχτες διατήρησαν το ιδιόμορφο φύσημα του ζουρνά με αποτέλεσμα το λαϊκό κλαρίνο να ακούγεται διαφορετικά από το συμφωνικό κλαρινέτο. Το Κλαρίνο μαζί με το Βιολί και το Λαγούτο αποτελούν την κομπανία ή κουμπανία, το κατεξοχήν λαϊκό συγκρότημα που αντικαθιστά σιγά σιγά την πατροπαράδοτη Ζυγιά νταούλι ζουρνά. Την εποχή που εμφανίζεται το κλαρίνο στην Ελλάδα (1800-1835) το Δημοτικό τραγούδι κλείνει το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη όμως στις δυνατότητές του σε σύγκριση με το ζουρνά, το κλαρίνο παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα και αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο και το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Με το κλαρίνο επεξεργάζονται οι μουσικοί τις παλιές μελωδίες δηλαδή ξομπλιάζουν με όσο περισσότερα στολίδια τους φθόγγους ενός δημοτικού τραγουδιού.
Αυτά τα όργανα κατόρθωσαν να αφήσουν την ανεξίτηλή τους σφραγίδα στην μουσική παράδοση των Τζουμερκών, δίνοντάς της σάρκα και οστά.
Γιάννης Ματσάγκας