Χοροί και Τραγούδια των Τζουμέρκων
Από παλιά και μέχρι σήμερα σ’ όλα σχεδόν τα χωριά της Ελληνικής υπαίθρου και πολύ περισσότερο στα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων, η μόνη ψυχαγωγία που μπορούσαν να πάρουν καθολικά μέρος γυναίκες, άνδρες, γέροι, νέοι, μικροί, μεγάλοι, ήταν ο γενικός χορός που γινόταν στα Πανηγύρια, τη Λαμπρή ( Ανάσταση), τις Αποκριές, τους γάμους. Στα μπάτια επίσης τραγουδούσαν κυρίως οι γυναίκες και σπανιότερα και άνδρες. Ακόμα σε σε στιγμές της καθημερινότητας όπως στα χωράφια ή όταν ασχολούνταν με τα ζώα τραγουδούσαν ή μοιρολογούσαν.
Ο χορός δωρικός και με απλούς κανόνες. Μπροστά οι άνδρες κατά ηλικία και ακολουθούν οι γυναίκες με τον ίδιο τρόπο. Τραγούδι με το στόμα, χοροί απλοί στα τρία ή μέσα-έξω. Τραγουδούσαν φροντίζοντας να υπάρχει αρμονία υπεραρκετή ώστε να μη χάνεται ούτε βήμα. Τραγούδια ταιριασμένα στον Πρωτοχορευτή, ανάλογα με την ηλικία, το επάγγελμα, τη μόρφωση, τη κοινωνική του θέση, το όνομα, τη λεβεντιά.
Οι γυναίκες ήταν πιο επιτήδειες στην καταλληλότητα του τραγουδιού, παρόλο που τραγουδούσαν πρώτα οι άνδρες και έπειτα επαναλάμβαναν οι γυναίκες τον ίδιο στίχο. Τα πιο συνηθισμένα τραγούδια ήταν: Οι κύκλες (Καγκελάρι), Δελή-Παπάς, Δημήτρη Τσιάρας, Τώρα ο ήλιος έγειρε(Κυνηγός), Ιεροσόλυμα (Πάσχα),Σήμεραθε να κατεβώ(αρραβωνιασμένος-παντρεμένος, συνήθως πασχαλινό), Σταφύλλι μου κρουστάλλινο, Γραμματικός, Γιωργάκης, Δήμος, Ανάμεσα τρεις θάλασσες, Μηλίτσα, Να ‘χα νεράτζι να ‘ριχνα, Αστρί μου και φεγγάρι μου, Που ‘σουν πουλί πουλάκι μου, Ο μάκρος του γυαλού και Παιδιά της Σαμαρίνας.
Τραγούδια
Ο Μάκρος του Γυαλού
Ν’ όσο έχει ο μα—, ν’ όσο έχει ο μάκρος του γυαλού –νου
Ν’ όσο έχει ο μάκρος του γυαλού κι ο πλάτος της θαλάσσης
Κι οπλάτος της θαλάσσης, κι ο πλάτος της θαλάσσης
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Τόσο διασίδι ίδιαξε – μια κόρη στην αυλή της
Και ‘γω διαβάτης διάβαινα – και την καλημεράω
Καλημερά σου κόρη μου – καλώς τον τον διαβάτη
Αυτού που υφαίνεις κόρη μου – και μένα να θυμάσαι
Εδώ που υφαίνω ξένε μου – και ‘σένα σε θυμάμαι
Σ’ έχω γραμμένο στο χαρτί – και στο ξυλοχτενό μου
Και στη σαϊτα τ’ αργαλειού – σ’ έχω ζωγραφισμένο
( Έως αυτό το σημείο τραγουδιόταν και χορεύονταν στις Κύκλες, όμως το τραγούδι συνεχίζεται ως κάτωθι )
Βράδυ θε’ να ‘ρθω κόρη μου – να ‘ρθεις για να μ’ ανοίξεις
Θε’ να σ’ ανοίξω ξένε μου – κι όξω θε’ να σου στρώσω
Όξω βρέχει και βρέχομαι – κρυώνω κι αρρωσταίνω
Και ποιος με κλαίει τ’ ορφανο – και ποιος με κλαίει το μαύρο
Ξένε μ’ σε κλαίν’ οι φίλοι σου – σε κλαίνε κ’ οι δικοί σου
Κι εγώ κρυφά απ’ τη μάνα μου – θα σε μοιρολογήσω
Να πέθαινα να μ’ εφαθταν – στη γούρα τ’ αργαλειού σου
Να με πατάν τα πόδια σου – κι ο γύρος της ποδιάς σου
Οι Κύκλες
Το τραγούδι αυτό περιέχει πάνω από 50 στίχους τραγουδιέται στις 9 του Σεπτεμβρη κάθε χρόνο, δεύτερη μέρα του πανηγυριού των Χουλιαράδων.Το αρχίζει συνήθως ο πρώτος του χωριού,που τετοιος για πολλά χρόνια ήταν ο μακαρίτης Γάκης Σόντης,που έσερνε πρώτος το χορό,δηλαδή τις κύκλες.Στο στίχο <<συ που φέρνεις το χορό>> ο πρώτος χορευτής αρχίζει να κάνει την πρώτη <<κυκλα>>,δηλαδή να βαδίζει χορεύοντας προς τα πίσω,έχοντας αντιμέτωπους τους άλλους χορευτές και έτσι αρχίζει η δεύτερη φάση του χορού.Όταν προχωρήσει ο πρώτος χορευτης περι τα 30 μέτρα στρε΄φεται πάλι προς τα μέσα του χορού και έτσι αρχίζει η δεύτερη κύκλα.Με τον ίδιο τρόπο εξακολουθούν να γίνονται οι υπόλοιπες κύκλες,ώσπου να φτασουν στο στίχο <<εσυ που σέρνεις το χορό/τράβα σιασε το χορο>>,οπότε αρχίζει η Τρίτη φάση του χορού ,δηλαδή το ίσιασμάτου.Τραγουδώντας τους επόμενους στίχους αρχίζουν να ξεδιπλώνουν τις δίπλες και να χαλάνε τις κυκλες.Όταν φτάσουν στον τελευταίο στίχο διαλύεται ο χορός με τις επευφημίες <<και του χρόνου>>.Στις Κύκλες πρεπει να λάβουν μέρος όλοι οι κάτοικοι του χοριού καθώς και ολοι οι παρευρισκόμενοι στο πανηγύρι ξένοι.Προθύμως λαβαίνουν μέρος στον χορον αυτόν όλοι.Πρώτοι μπαίνουν οι παπάδες , έπειτα οι προκριτοι του χωριού και οι επίσημοι ξένοι,έπειτα οι άλλοι άντρες και έπειτα οι γυναίκες.Υπάρχει πρόληψη πως οποιος δεν θα χορεψει στις κύκλες<<θα του ψωριάσουν τα γίδια>>>.Ο χορός αυτός γίνεται το απόγευμα και τελειώνει κατά το ηλιοβασίλευμα . Όταν αρχίζει να σκοτινιάζει πια, οι νεοι του χωριού αρχιζουν να χορευουν κωμικούς χορούς με διάφορα τραγούδια ,όχι τόσο σεμνά , όπως το <<πως το τριβουν τι πιπερι>>.
Κύκλες ( Καγκελάρι)
Τέτοιαν ώ- τέτοιαν ώ- τέτοιαν ώρα ήταν εψές,
Τέτοιαν ώρα ήταν εψές τέτοια και παραπροψές
Τέτοια και τέτοια και – τέτοια και παραπροψές,
Τέτοια και παραπροψές – τέτοια ώρα χόρευαν στου χωριού το χώροστασι.
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Χόρευαν οι νιες κι οι γριες – και κορίτσια ανύπαντρα
Μπαϊραχτάρη του χορού – συ που σέρνεις το χορό,
Σαν κλωνί βασιλικό – σαν κλωνάρ’ αμάραντο
Να το ‘χα στον κήπο μου – να το συχνοπότιζα
Τεταρτοπαράσλευα – και Σαββατοκύριακα.
Μπαϊραχτάρη του χορού – συ που σέρνεις το χορό
Σαν κλωνί βασιλικό – σαν κλωνάρ’ αμάραντο
Κάνε κύκλες στο χορό – κάντε τετρακάγκελα
Τετρακαγκελίσματα – και κλωθογυρίσματα.
Μεσ’ τη δίπλη του χορού – κάθονταν χρυσός αετός
Και τσιμπάει τα νύχια του – τα χρυσά φτερούδια του
Τα βασιλικούδια του – το θεό παρακαλεί
Θεέ μου δώσ’ μου δύναμη – να χυθώ ν’ αδράξω μια
Κι αν δεν την εδιάλεγα – να ‘πεφταν τα νύχια μου
Τα χρυσά φτερούδια μου – τα βασιλικούδια του.
Μπαϊραχτάρη του χορού – συ που σέρνεις το χορό
Τράβα σιάσε το χορό – είμαι ξένος και θα ιδώ
Και θα πάω να μολογώ – σ’ όσες χώρες κι αν διαβώ
Σ’ οσες χώρες και χωριά – και στον πέρα μαχαλά
Πέθανε μια καλογριά – και την παν’ στην εκκλησιά
Με λαμπάδες με κεριά – με λαμπρά κονίσματα
Με λαμπρά κονίσματα – κι ο Δεσπότης πάει μπροστά
Πέντε Διάκοι από κοντά – ψέλοντας διαβάζοντας και μοιρολογίζοντας.
Μα τον άγιο Αι-Γιάννη – κι ο χορός παεί γαϊτάνι
Μα τον άγιο Αι-Γιάννη – τι χορός θα γίνει τώρα
Μα τον άγιο Κωνσταντίνο – το χορό δεν τον αφήνω
Μα τον άγιο Αι-Θανάση – κι ο χορός δε θα χαλάσει
Μα τον άγιο Αι-Σέννη – τ’ Κυριακή θα φυγν’ οι ξένοι.
Πώς τραγουδούσε η ράτσα μας...!
Άλλοι λαλούν απ' το λαιμό
κι άλλοι με τους ζουρνάδες
κι απ' τα βαριά μνημούρια τους
μονάχα οι Χ'λιαράδες.
Τράβα ένα βράδυ παγερό
με φέγγος φεγγαρίσιο,
στην Άγια την Παρασκευή
στο κοιμητήρι οπίσω,
στάξε ρακί στα μνήματα
ν' ανάψουν τα μηλίγγια
να ζεσταθούν τα αίματα
ν' ανοίξουν τα λαρύγκια
και κάτσε και καμάρωσε
παρέα με το γκιώνη
πώς τραγουδούσε η ράτσα μας
και ζήλευε τ' αηδόνι.
Κάτσε και σώπα κι άκουσε
και στάσου κι ακουρμάσου
τη νύχτα και τον Άραχθο
και τα προγονικά σου
κι άκου το χασοφέγγαρο
κι άκου το Γάκη Σόντη
που γλύκαινε τα κλέφτικα
στη γλώσσα και στο δόντι
κι ύστερα έλα να μου πεις
γι' άλλους τραγουδιστάδες
γι' άλλα κλαρίνα και βιολιά
και γι' άλλους λαλητάδες...
χ'λιαράς
http://chouliarades.blogspot.com/2011/12/blog-post_7615.html
Δημήτρης Σόντης