ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΚΛΑΙΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ....
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ
Τα κύρια πολιτισμικά στοιχειά που συνθέτουν την φυσιογνωμία και την ταυτότητα της περιοχής του Πωγωνιού είναι η μουσική, ο χορός και το τραγούδι. Η μουσική εκτέλεση των τραγουδιών στο Πωγώνι είναι χορωδιακή και πολυφωνική. Εμφανίστηκε από την προ Χριστού εποχή, δηλαδή έχει αρχέγονη καταγωγή. Οι άνθρωποι ,τα χρόνια εκείνα ,ήταν περισσότερο δεμένοι μεταξύ τους ,για αυτό ένιωθαν την ανάγκη της ζεστασιάς των φωνών και των λόγων τους. Ήθελαν μέσα από την ομάδα του κύκλου να εκφράσουν το προσωπικό η συλλογικό τους πάθος και να τραγουδήσουν τους καημούς τους. Έτσι ,φαίνεται ότι η πολυφωνία πρέπει να βγήκε μέσα από την συλλογικότητα ,την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή της ομάδας. Τα πωγωνίσια τραγούδια διακρίνονται σε πολλές κατηγορίες οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι οι εξής:
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ, όπως παραδείγματος χάρη:
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ, όπως:
έλα, ύπνε, ύπνωσε το,
και γλυκά ΄ποκοίμισε το,
συρ’το πέρα στα χωράφια,
να ξυπνάει με τ΄αλάφια,
συρ΄το πέρα στα μαντράκια,
να κοιμάται με τ΄αρνάκια,
να ξυπνάει με τα πουλάκια.
κι ένας άρχοντας μεγάλος.
Το παιδί μας κι αν αργεί,
μαυρομάτες καιτερεί.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, ΣΑΝ:
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα που ’σαι;
Στου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
στο στέλνω μοσχοστάφυλο στο δρόμο ξερωγιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου μου σ’ ένα φτενό μαντίλι
το δάκρυ μου ’ναι καυτερό και βάφει το μαντίλι.
- Πέντε ποτάμια π’ το ’πλυνα έβαψαν και τα πέντε.
Αλή πασάς απέρασε κι έβαψε τ’ άλογό του.
Κι ένα πουλί πετούμενο έβαψε τα φτερά του.
Σε περιβόλι κάθισε κι άρχισε να λαλάει.
Βασιλοπούλα τ’ άκουσε από το παραθύρι.
- Καλότυχο μωρέ πουλί με τη λαλιάν οπώχεις.
- Το τι καλό μου ζήλεψες κυρά Βασιλοπούλα;
Πίνεις νερό με το γυαλί κι εγώ νερό στ’ αυλάκι.
Εσύ κοιμάσαι σε πάπλωμα κι εγώ σε φουντοκλάρι.
άνοιξε, παίξε γέλασε, σαν πούησταν μαθημένα.
Με τι ν’ ανοίξω, να χαρώ, να παίξω, να γελάσω;
Τα χέρι, ποχουν τα κλειδιά είναι ξενιτεμένα,
πολύ εξενιτεύτηκαν, πολύ μακριά στα ξένα.
- Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα φτενό μαντίλι.
Τα ξένα θέλουν φρόνηση, θεού ταπεινοσύνη,
θέλουν γυναίκα στο πλευρό και μάνα στο κεφάλι,
της αδερφής προσκέφαλο, να το ρωτούν τι θέλει.
Νάχα νερό απ’ τον τόπο μου και μήλο από τη μηλιά μου,
νάχα και μοσκοστάφυλο από την περγουλιά μου.
Η μια τρέχει για το νερό κι άλλη για το μήλο
κι η τρίτη (ν) η μικρότερη πάνει για το σταφύλι.
Όσο να παν κι όσο ν’ αρθούν τον βρίσκουν πεθαμένο.
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ, όπως:
Και κάπου στα χαράματα έρθες στο είνορό μου.
Έρθες λεβέντης που 'ξερα κι ο άντρας που αγαπούσα
Κι ανθούς από χελιδρονιές γιόμισε όλο το σπίτι.
Τί να σου πρωτοθυμηθώ και τί ν' ανιστορήσω.
Είχες τ' αντρίκειο φέρσιμο, την τρυφεράδα του άντρα
Κι ήσουν κολόνα του σπιτιού κι ο ήσκιος της ζωής μου.
Μα τώρα με ξεήσκιωσες και βούλιαξε το σπίτι.
Εσβήσανε τα νιάτα σου, ρημάξαν τα δικά μου.
Εσέν' τα τρώει η κάτω γης και τ' άραχλα σκοτάδια
Και τα δικά μου η πάνω γης καίει με κακό χειμώνα.
Μου μίσεψες και μ' άφηκες ένα γυαλί φαρμάκι,
Να 'χω να πίνω μια ζωή, ώσπου να 'ρθω να σ' έβρω.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, όπως για παραδειγμα:
μόν’ ʽς την καημένη τη Φραγκιά μιας χήρας θυγατέρας
είχε τ’ αχείλι κόκκινο με κρεμεζί βαμμένο,
με το μαντήλι τότριψε κ’ έβαψε το μαντήλι
ʽς εφτά ποτάμια τόπλυνε κ’ έβαψαν τα νερά τους,
κι απ’ τα ποτάμια εβάψανε οι άκρες του πελάγου,
κ’ έβαψα χίλια κάτεργα με τους κατεργαραίους
κατέβ’ αϊτός να πιει νερό κ’ έβαψαν τα φτερά του,
κ’ έβαψ’ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ, σαν:
βολιούμαι να το βάψω λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω.
Κι αν το πετύχω στη βαφή μωρ' Γιαννιωτοπούλα μου,
πολλές καρδιές θα κάψω λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω.
Θα κάψω νιες θα κάψω νιους μωρ' Γιαννιωτοπούλα μου,
θα κάψω παλικάρια λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω
Θα κάψω μια μελαχρινή μωρ' Γιαννιωτοπούλα μου,
που μ’ έκαψε κι εμένα λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω.
όλες οι χώρες και χωριά φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
σε προσκυνούνε Βεζύρ’ Αφέντη
σε προσκυνούνε Βεζύρ’ Αφέντη.
Κι ένα χωριό του Πωγωνιού φοβερέ μ’ Αλή-Πασά
κι ένα χωριό του Πωγωνιού φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
δεν προσκυνάει Βεζύρ’ Αφέντη
δεν προσκυνάει Βεζύρ’ Αφέντη.
Δε θέλει να σου πουληθεί φοβερέ μ’ Αλή-Πασά
δε θέλει να σου πουληθεί φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
για τσιφλιλίκι Βεζύρ’ Αφέντη
για τσιφλιλίκι Βεζύρ’ Αφέντη.
Σε κυνηγάει με τα φλουριά φοβερέ μ’ Αλή-Πασά
σε κυνηγάει με τα φλουριά φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
και με τα γρόσια Βεζύρ’ Αφέντη
και με τα γρόσια Βεζύρ’ Αφέντη.
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ, όπως παραδείγματος χάρη:
- Ω ουρανέ, μη βρέξεις πια, κάμε μου αυτή τη χάρη κι εγώ με τα ματάκια μου δροσίζω το χορτάρι.
- Λουλούδι σε είχα στην καρδιά και μου έγινες αγκάθι, ο κόσμος το θαυμάζεται, η αγάπη πως εχάθη.
- Η συντροφιά στον πόνο μου είναι η μοναξιά μου, και φάρμακο να ποτιστώ έχω τα δάκρυα μου.
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ, όπως:
- Νάνι-νάνι το παιδί,
έλα, ύπνε, ύπνωσε το,
και γλυκά ΄ποκοίμισε το,
συρ’το πέρα στα χωράφια,
να ξυπνάει με τ΄αλάφια,
συρ΄το πέρα στα μαντράκια,
να κοιμάται με τ΄αρνάκια,
να ξυπνάει με τα πουλάκια.
- Παλαμάκια, μη βροντάτε, το παιδάκι μου ξυπνάτε,
κι ένας άρχοντας μεγάλος.
Το παιδί μας κι αν αργεί,
μαυρομάτες καιτερεί.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, ΣΑΝ:
- ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα που ’σαι;
Στου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
στο στέλνω μοσχοστάφυλο στο δρόμο ξερωγιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου μου σ’ ένα φτενό μαντίλι
το δάκρυ μου ’ναι καυτερό και βάφει το μαντίλι.
- Πέντε ποτάμια π’ το ’πλυνα έβαψαν και τα πέντε.
Αλή πασάς απέρασε κι έβαψε τ’ άλογό του.
Κι ένα πουλί πετούμενο έβαψε τα φτερά του.
Σε περιβόλι κάθισε κι άρχισε να λαλάει.
Βασιλοπούλα τ’ άκουσε από το παραθύρι.
- Καλότυχο μωρέ πουλί με τη λαλιάν οπώχεις.
- Το τι καλό μου ζήλεψες κυρά Βασιλοπούλα;
Πίνεις νερό με το γυαλί κι εγώ νερό στ’ αυλάκι.
Εσύ κοιμάσαι σε πάπλωμα κι εγώ σε φουντοκλάρι.
- ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
άνοιξε, παίξε γέλασε, σαν πούησταν μαθημένα.
Με τι ν’ ανοίξω, να χαρώ, να παίξω, να γελάσω;
Τα χέρι, ποχουν τα κλειδιά είναι ξενιτεμένα,
πολύ εξενιτεύτηκαν, πολύ μακριά στα ξένα.
- Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα φτενό μαντίλι.
Τα ξένα θέλουν φρόνηση, θεού ταπεινοσύνη,
θέλουν γυναίκα στο πλευρό και μάνα στο κεφάλι,
της αδερφής προσκέφαλο, να το ρωτούν τι θέλει.
Νάχα νερό απ’ τον τόπο μου και μήλο από τη μηλιά μου,
νάχα και μοσκοστάφυλο από την περγουλιά μου.
Η μια τρέχει για το νερό κι άλλη για το μήλο
κι η τρίτη (ν) η μικρότερη πάνει για το σταφύλι.
Όσο να παν κι όσο ν’ αρθούν τον βρίσκουν πεθαμένο.
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ, όπως:
- ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Και κάπου στα χαράματα έρθες στο είνορό μου.
Έρθες λεβέντης που 'ξερα κι ο άντρας που αγαπούσα
Κι ανθούς από χελιδρονιές γιόμισε όλο το σπίτι.
Τί να σου πρωτοθυμηθώ και τί ν' ανιστορήσω.
Είχες τ' αντρίκειο φέρσιμο, την τρυφεράδα του άντρα
Κι ήσουν κολόνα του σπιτιού κι ο ήσκιος της ζωής μου.
Μα τώρα με ξεήσκιωσες και βούλιαξε το σπίτι.
Εσβήσανε τα νιάτα σου, ρημάξαν τα δικά μου.
Εσέν' τα τρώει η κάτω γης και τ' άραχλα σκοτάδια
Και τα δικά μου η πάνω γης καίει με κακό χειμώνα.
Μου μίσεψες και μ' άφηκες ένα γυαλί φαρμάκι,
Να 'χω να πίνω μια ζωή, ώσπου να 'ρθω να σ' έβρω.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, όπως για παραδειγμα:
- ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΧΕΙΛΙ
μόν’ ʽς την καημένη τη Φραγκιά μιας χήρας θυγατέρας
είχε τ’ αχείλι κόκκινο με κρεμεζί βαμμένο,
με το μαντήλι τότριψε κ’ έβαψε το μαντήλι
ʽς εφτά ποτάμια τόπλυνε κ’ έβαψαν τα νερά τους,
κι απ’ τα ποτάμια εβάψανε οι άκρες του πελάγου,
κ’ έβαψα χίλια κάτεργα με τους κατεργαραίους
κατέβ’ αϊτός να πιει νερό κ’ έβαψαν τα φτερά του,
κ’ έβαψ’ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ, σαν:
- Άσπρο τριαντάφυλλο
βολιούμαι να το βάψω λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω.
Κι αν το πετύχω στη βαφή μωρ' Γιαννιωτοπούλα μου,
πολλές καρδιές θα κάψω λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω.
Θα κάψω νιες θα κάψω νιους μωρ' Γιαννιωτοπούλα μου,
θα κάψω παλικάρια λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω
Θα κάψω μια μελαχρινή μωρ' Γιαννιωτοπούλα μου,
που μ’ έκαψε κι εμένα λουλουδάκι μου γαλάζο,
λουλουδάκι μου γαλάζο σε φιλώ κι αναστενάζω.
- Όλες οι χώρες και χωριά
όλες οι χώρες και χωριά φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
σε προσκυνούνε Βεζύρ’ Αφέντη
σε προσκυνούνε Βεζύρ’ Αφέντη.
Κι ένα χωριό του Πωγωνιού φοβερέ μ’ Αλή-Πασά
κι ένα χωριό του Πωγωνιού φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
δεν προσκυνάει Βεζύρ’ Αφέντη
δεν προσκυνάει Βεζύρ’ Αφέντη.
Δε θέλει να σου πουληθεί φοβερέ μ’ Αλή-Πασά
δε θέλει να σου πουληθεί φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
για τσιφλιλίκι Βεζύρ’ Αφέντη
για τσιφλιλίκι Βεζύρ’ Αφέντη.
Σε κυνηγάει με τα φλουριά φοβερέ μ’ Αλή-Πασά
σε κυνηγάει με τα φλουριά φοβερέ μ’ Αλή-Πασά,
και με τα γρόσια Βεζύρ’ Αφέντη
και με τα γρόσια Βεζύρ’ Αφέντη.