Στα βάθη του χρόνου
Το Μέτσοβο με τα χωριά του αποτελούν κι αυτά μιαν ιδιαίτερη πολιτισμική οντότητα που διατηρεί και σήμερα αρκετά από τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Διοικητικά στην επαρχία Μετσόβου ανήκουν και άλλα χωριά, όμως πολιτισμικά υπάγονται σ' αυτήν την ενότητα μόνο τα βλαχόφωνα χωριά Ανήλιο, Μηλιά(Αμέρου) και Βοτονόσι.
Χαρακτηριστική περίπτωση ορεινής κτηνοτροφικής κοινότητας, που χάρη σε κάποιες ιδιάζουσες ιστορικές συνθήκες αναπτύχθηκε σε βιοτεχνικό κέντρο με μιαν ανθηρή τοπική οικονομία με διασυνδέσεις σε μιαν ευρεία γεωγραφική κλίμακα, το Μέτσοβο παραμένει ακόμα μια “δακτυλοδεικτούμενη” κωμόπολη που επέζησε σε πείσμα της γενικής τάσης ερήμωσης του ορεινού χώρου, χτισμένο σε μια πολύ καίρια θέση ακριβώς στο ζυγό- πέρασμα από την Ήπειρο προς τη Θεσσαλία – λειτούργησε ως Δερβένι στα πλαίσια του συστήματος οργάνωσης του χώρου και στρατιωτικής κυριαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αναφορά στο τοπωνύμιο γίνεται για πρώτη φορά σε ένα χρονικό του 1830, ενώ επικρατέστερη άποψη για την ετυμολογία του είναι αυτή που υποστηρίζει ότι σημαίνει το «μέσον του βουνού», από το ιταλικό μέτζο (= μέσο) και το σλαβικό όβο (= βουνό). Πρέπει, όμως, να υπήρχε ως οικισμός από την περίοδο των Ρωμαίων, κι αυτό γιατί η ιδιαίτερη αρωμουνική (βλάχικη) γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κάτοικοί του είναι λατινογενής και έχει τις ρίζες της στους Ελληνες οδοφύλακες και στρατιώτες των λεγεώνων των Ρωμαίων. Οι οδοφύλακες ήταν οι φρουροί των διαβάσεων και ταυτόχρονα οι τελωνοφύλακες, οι οποίοι υιοθέτησαν τη λατινική ως γλώσσα.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται ότι το 1430 μ.Χ. χορηγήθηκαν προνόμια στους Μετσοβίτες από τον σουλτάνο Μουράτ τον Β΄ ως επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς των Μετσοβιτών φυλάκων προς τα τουρκικά στρατεύματα του Σινάν πασά, που κατευθυνόταν στα Γιάννενα. Ανανέωση των προνομίων υπήρξε το 1659 από τον σουλτάνο Μεχμέτ τον Δ΄.Με βάση τα προνόμια αυτά, το Μέτσοβο και τα γύρω χωριά Μαλακάσι, Μηλιά, Ανήλιο, Βοτονόσι, Παλιά Κουτσούφλιανη (Πλατάνιστος) και Δερβενίστα (Ανθοχώρι) αποτέλεσαν ένα είδος ομοσπονδίας, μια αυτόνομη δημοκρατική πολιτεία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Διοικούνταν, μάλιστα, από επταμελή Επιτροπή, με επικεφαλής τον Γέροντα. Κάθε μέλος της Επιτροπής ήταν αρμόδιο για συγκεκριμένα θέματα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι οικονομικά ισχυροί, όπως οι τσέλιγκες και οι κυρατζήδες (ιδιοκτήτες καραβανιών). Εκμεταλλευόμενοι το προνομιακό καθεστώς, οι Μετσοβίτες ανέπτυξαν εμπόριο με πόλεις της Ευρώπης και της Ανατολής, όπως η Βιέννη, η Οδησσός, η Βενετία, το Λιβόρνο, το Βουκουρέστι και η Αλεξάνδρεια και μετέτρεψαν το χωριό τους σε κέντρο Γραμμάτων της ορεινής Πίνδου.
Πολλοί ήταν οι Μετσοβίτες που πλούτισαν στο εξωτερικό κι έστειλαν χρήματα για την ανέγερση σχολείων, την ίδρυση ορφανοτροφείων, την προικοδότηση των κοριτσιών, την παροχή υποτροφιών και την εκτέλεση κοινωφελών έργων. Τα προνόμια του Μετσόβου καταργήθηκαν το 1795 από το συγκεντρωτικό κράτος του Αλή Πασά. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πατριαρχική Εξαρχία, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1924.
Κτηνοτροφική στις καταβολές της κοινότητα, οργανωμένη με το γνωστό σύστημα τσελιγκάτου, και αξιοποιώντας την πλεονεκτική της θέση μετεξελίχτηκε σ' ένα τυπικό βιοτεχνικό κέντρο του ορεινού χώρο και εντάχτηκε σ' ένα σύστημα εμπορίου μεγάλων αποστάσεων της εποχής. Η εγγενής της κτηνοτροφικής δραστηριότητας παραγωγή μάλλινων ειδών οικιακής χρήσεως και ένδυσης αποτέλεσε τη βάση για την διευρυμένη οικογένεια.
Το 1700 ιδρύθηκε στο Μέτσοβο ιδιοσυντήρητο ελληνικό σχολείο, όπου δίδαξαν οι επιφανέστεροι δάσκαλοι της εποχής. Μεγάλη καταστροφή υπέστη το Μέτσοβο στις 27 Μαρτίου 1854 από τα τουρκικά στρατεύματα του Αβδή Πασά. Πρόκειται για τον περίφημο «Χαλασμό του Γρίβα».
Το Μέτσοβο απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 31 Οκτωβρίου 1912, από δυνάμεις του τακτικού ελληνικού στρατού, Κρητών εθελοντών προσκόπων, Hπειρωτών εθελοντών και Γαριβαλδινών από την Ιταλία και τα Νησιά του Ιονίου. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, η κρατική νομοθεσία οδήγησε στον οικονομικό αφανισμό των κληροδοτημάτων, με άμεση συνέπεια το μαρασμό του Μετσόβου και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, βρέθηκαν δύο Μετσοβίτες την καταγωγή, ο βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας και ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, οι οποίοι συνέχισαν τη μακρά παράδοση των ευεργετών και οδήγησαν το Μέτσοβο σε μια νέα περίοδο ακμής, την οποία σηματοδοτεί η ίδρυση του Ιδρύματος Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα (1948).
Το Μέτσοβο και τα γύρω Βλαχοχώρια (Ανήλιο, Βοτονόσι, Μηλιά) βρίσκονται στο πιο καίριο σημείο της Πίνδου, εκεί που το Βόρειο τμήμα της οροσειράς ενώνεται με το Νότιο. Η περιοχή οριοθετείται από το Μαυροβούνι (2.159μ.) στα Βόρεια, το Περιστέρι (2.295μ.) στα Νότια, το Ζυγό (1.820μ.) στα Ανατολικά, την Τσούκα-Ρόσσια (1.950μ.) και το βουνό της Χρυσοβίτσας (1,559μ.) στα Δυτικά.
Από την ευρύτερη περιοχή ξεκινούν τρία ποτάμια (Μετσοβίτικος, Βενέτικος, Πηνειός) οι κοιλάδες των οποίων αποτέλεσαν τις βασικές διόδους επικοινωνίας της Ηπείρου με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Αυτό είναι το Μέτσοβο της Τουρκοκρατίας, αυτή είναι η αίγλη του που συντελεί στην ενδυνάμωση του ομφάλιου λώρου που δένει τους εν διασπορά Μετσοβίτες μαζί του, ώστε να αντέξει και στις πιο αντίξοες συνθήκες της νεώτερης εποχής που όλα οδηγούσαν στη φυγή και την εγκατάλειψη. Σήμερα στηριγμένο και στον τουρισμό και τις μεταφορές εκτός από την κτηνοτροφία και τις συναφείς μεταποιητικές δραστηριότητες εξακολουθεί να ακτινοβολεί ως μια ανθηρή σύγχρονη κωμόπολη.
Σήμερα παρά τη μαζική εισροή του τουρισμού το Μέτσοβο διατηρεί –όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης άποψης παράδοξο –ζωντανό το παρελθόν με το παρόν, την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό.
Χαρακτηριστική περίπτωση ορεινής κτηνοτροφικής κοινότητας, που χάρη σε κάποιες ιδιάζουσες ιστορικές συνθήκες αναπτύχθηκε σε βιοτεχνικό κέντρο με μιαν ανθηρή τοπική οικονομία με διασυνδέσεις σε μιαν ευρεία γεωγραφική κλίμακα, το Μέτσοβο παραμένει ακόμα μια “δακτυλοδεικτούμενη” κωμόπολη που επέζησε σε πείσμα της γενικής τάσης ερήμωσης του ορεινού χώρου, χτισμένο σε μια πολύ καίρια θέση ακριβώς στο ζυγό- πέρασμα από την Ήπειρο προς τη Θεσσαλία – λειτούργησε ως Δερβένι στα πλαίσια του συστήματος οργάνωσης του χώρου και στρατιωτικής κυριαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αναφορά στο τοπωνύμιο γίνεται για πρώτη φορά σε ένα χρονικό του 1830, ενώ επικρατέστερη άποψη για την ετυμολογία του είναι αυτή που υποστηρίζει ότι σημαίνει το «μέσον του βουνού», από το ιταλικό μέτζο (= μέσο) και το σλαβικό όβο (= βουνό). Πρέπει, όμως, να υπήρχε ως οικισμός από την περίοδο των Ρωμαίων, κι αυτό γιατί η ιδιαίτερη αρωμουνική (βλάχικη) γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κάτοικοί του είναι λατινογενής και έχει τις ρίζες της στους Ελληνες οδοφύλακες και στρατιώτες των λεγεώνων των Ρωμαίων. Οι οδοφύλακες ήταν οι φρουροί των διαβάσεων και ταυτόχρονα οι τελωνοφύλακες, οι οποίοι υιοθέτησαν τη λατινική ως γλώσσα.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται ότι το 1430 μ.Χ. χορηγήθηκαν προνόμια στους Μετσοβίτες από τον σουλτάνο Μουράτ τον Β΄ ως επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς των Μετσοβιτών φυλάκων προς τα τουρκικά στρατεύματα του Σινάν πασά, που κατευθυνόταν στα Γιάννενα. Ανανέωση των προνομίων υπήρξε το 1659 από τον σουλτάνο Μεχμέτ τον Δ΄.Με βάση τα προνόμια αυτά, το Μέτσοβο και τα γύρω χωριά Μαλακάσι, Μηλιά, Ανήλιο, Βοτονόσι, Παλιά Κουτσούφλιανη (Πλατάνιστος) και Δερβενίστα (Ανθοχώρι) αποτέλεσαν ένα είδος ομοσπονδίας, μια αυτόνομη δημοκρατική πολιτεία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Διοικούνταν, μάλιστα, από επταμελή Επιτροπή, με επικεφαλής τον Γέροντα. Κάθε μέλος της Επιτροπής ήταν αρμόδιο για συγκεκριμένα θέματα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι οικονομικά ισχυροί, όπως οι τσέλιγκες και οι κυρατζήδες (ιδιοκτήτες καραβανιών). Εκμεταλλευόμενοι το προνομιακό καθεστώς, οι Μετσοβίτες ανέπτυξαν εμπόριο με πόλεις της Ευρώπης και της Ανατολής, όπως η Βιέννη, η Οδησσός, η Βενετία, το Λιβόρνο, το Βουκουρέστι και η Αλεξάνδρεια και μετέτρεψαν το χωριό τους σε κέντρο Γραμμάτων της ορεινής Πίνδου.
Πολλοί ήταν οι Μετσοβίτες που πλούτισαν στο εξωτερικό κι έστειλαν χρήματα για την ανέγερση σχολείων, την ίδρυση ορφανοτροφείων, την προικοδότηση των κοριτσιών, την παροχή υποτροφιών και την εκτέλεση κοινωφελών έργων. Τα προνόμια του Μετσόβου καταργήθηκαν το 1795 από το συγκεντρωτικό κράτος του Αλή Πασά. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πατριαρχική Εξαρχία, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1924.
Κτηνοτροφική στις καταβολές της κοινότητα, οργανωμένη με το γνωστό σύστημα τσελιγκάτου, και αξιοποιώντας την πλεονεκτική της θέση μετεξελίχτηκε σ' ένα τυπικό βιοτεχνικό κέντρο του ορεινού χώρο και εντάχτηκε σ' ένα σύστημα εμπορίου μεγάλων αποστάσεων της εποχής. Η εγγενής της κτηνοτροφικής δραστηριότητας παραγωγή μάλλινων ειδών οικιακής χρήσεως και ένδυσης αποτέλεσε τη βάση για την διευρυμένη οικογένεια.
Το 1700 ιδρύθηκε στο Μέτσοβο ιδιοσυντήρητο ελληνικό σχολείο, όπου δίδαξαν οι επιφανέστεροι δάσκαλοι της εποχής. Μεγάλη καταστροφή υπέστη το Μέτσοβο στις 27 Μαρτίου 1854 από τα τουρκικά στρατεύματα του Αβδή Πασά. Πρόκειται για τον περίφημο «Χαλασμό του Γρίβα».
Το Μέτσοβο απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 31 Οκτωβρίου 1912, από δυνάμεις του τακτικού ελληνικού στρατού, Κρητών εθελοντών προσκόπων, Hπειρωτών εθελοντών και Γαριβαλδινών από την Ιταλία και τα Νησιά του Ιονίου. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, η κρατική νομοθεσία οδήγησε στον οικονομικό αφανισμό των κληροδοτημάτων, με άμεση συνέπεια το μαρασμό του Μετσόβου και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, βρέθηκαν δύο Μετσοβίτες την καταγωγή, ο βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας και ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, οι οποίοι συνέχισαν τη μακρά παράδοση των ευεργετών και οδήγησαν το Μέτσοβο σε μια νέα περίοδο ακμής, την οποία σηματοδοτεί η ίδρυση του Ιδρύματος Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα (1948).
Το Μέτσοβο και τα γύρω Βλαχοχώρια (Ανήλιο, Βοτονόσι, Μηλιά) βρίσκονται στο πιο καίριο σημείο της Πίνδου, εκεί που το Βόρειο τμήμα της οροσειράς ενώνεται με το Νότιο. Η περιοχή οριοθετείται από το Μαυροβούνι (2.159μ.) στα Βόρεια, το Περιστέρι (2.295μ.) στα Νότια, το Ζυγό (1.820μ.) στα Ανατολικά, την Τσούκα-Ρόσσια (1.950μ.) και το βουνό της Χρυσοβίτσας (1,559μ.) στα Δυτικά.
Από την ευρύτερη περιοχή ξεκινούν τρία ποτάμια (Μετσοβίτικος, Βενέτικος, Πηνειός) οι κοιλάδες των οποίων αποτέλεσαν τις βασικές διόδους επικοινωνίας της Ηπείρου με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Αυτό είναι το Μέτσοβο της Τουρκοκρατίας, αυτή είναι η αίγλη του που συντελεί στην ενδυνάμωση του ομφάλιου λώρου που δένει τους εν διασπορά Μετσοβίτες μαζί του, ώστε να αντέξει και στις πιο αντίξοες συνθήκες της νεώτερης εποχής που όλα οδηγούσαν στη φυγή και την εγκατάλειψη. Σήμερα στηριγμένο και στον τουρισμό και τις μεταφορές εκτός από την κτηνοτροφία και τις συναφείς μεταποιητικές δραστηριότητες εξακολουθεί να ακτινοβολεί ως μια ανθηρή σύγχρονη κωμόπολη.
Σήμερα παρά τη μαζική εισροή του τουρισμού το Μέτσοβο διατηρεί –όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης άποψης παράδοξο –ζωντανό το παρελθόν με το παρόν, την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό.